ἀντιπάθεια

ἀντιπάθεια
ἀντιπάθ-εια [pron. full] [ᾰθ], ,
A suffering instead,

λυπεῖ τὸν στερόμενον τῶν ἀγαθῶν ἡ ἀ. κακῶν Pl.Ax.370a

.
II opposition, contrast,

τῆς γῆς πρὸς τὴν αἰθέρα Plu.2.952d

.
III counteraction, antipathy, S.E.P.1.43, Archig. ap. Philum.Ven.14.4, Sor.2.42.
IV in Metric, of opposed rhythms,

ἡ κατ' ἀντιπάθειαν μεῖξις Heph.14

, cf. Aristid.Quint. 1.28
.
V contrary affection, Str.3.5.7; περὶ συμπαθειῶν καὶ ἀντιπαθειῶν, title of work by Bolus, Suid. s.v. Βῶλος, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀντιπαθείᾳ — ἀντιπαθείᾱͅ , ἀντιπάθεια suffering instead fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιπάθεια — suffering instead fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιπάθεια — η (AM ἀντιπάθεια) αποστροφή, απέχθεια αρχ. μσν. 1. η αντίθεση, η αντίδραση 2. διαφορετική, αντίθετη επίδραση 3. το αντίδοτο 4. η ανταπόκριση των συναισθημάτων αρχ. 1. το να υφίσταται κάποιος κάτι αντίθετο (απ αυτό που θα τον ευχαριστούσε) 2.… …   Dictionary of Greek

  • αντιπάθεια — η αηδία, σιχαμάρα, μίσος: Αισθανόταν πάντα μεγάλη αντιπάθεια για τον άνθρωπο αυτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀντιπαθείας — ἀντιπαθείᾱς , ἀντιπάθεια suffering instead fem acc pl ἀντιπαθείᾱς , ἀντιπάθεια suffering instead fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιπαθειῶν — ἀντιπάθεια suffering instead fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιπαθείαις — ἀντιπάθεια suffering instead fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιπάθειαι — ἀντιπάθεια suffering instead fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιπάθειαν — ἀντιπάθεια suffering instead fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιπαθώ — (AM ἀντιπαθῶ, έω) [αντιπαθής] νεοελλ. αισθάνομαι αντιπάθεια για κάποιον αρχ. μσν. έρχομαι σε αντίθεση, αντιδρώ μσν. χρησιμεύω ως αντιφάρμακο αρχ. 1. επηρεάζομαι 2. δέχομαι αντίθετη επίδραση 3. (Μετρ.) εμφανίζω αντιπάθεια*, αντίσπαση του ρυθμού …   Dictionary of Greek

  • Antipathie — (gr. αντιπάθεια antipatheia) ist eine Form der spontanen Abneigung, die sich primär dann entwickelt, wenn ein Mensch andere Personen oder Sachen und Gegenstände nicht leiden kann oder nicht mag.[1] Eine starke Antipathie kann auch als Hass… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”